Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Κριται 16:14-26 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

14. και τις στερέωσε με τη σφήνα. Έπειτα του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Αυτός ξύπνησε και τράβηξε με τα μαλλιά του και το αντί και το στημόνι.

15. Η Δαλιδά τού είπε πάλι: «Πώς μπορείς να λες ότι μ’ αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε μου φανέρωσες πού βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη».

16. Κι αφού κάθε μέρα τον ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, σε σημείο να θέλει να πεθάνει,

17. της άνοιξε όλη την καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

18. Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων: «Αυτή τη φορά», τους είπε, «μπορείτε να ’ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους.

19. Αυτή τον κοίμισε στα γόνατά της και φώναξε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών. Άρχισε έτσι να τον υποτάσσει στην εξουσία της, αφού η δύναμή του είχε φύγει.

20. Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!»Ο Σαμψών ξύπνησε και σκέφτηκε: «Θα γλιτώσω όπως τις άλλες φορές και θ’ απελευθερωθώ». Αλλά δεν ήξερε ότι ο Κύριος είχε φύγει μακριά του.

21. Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον κατέβασαν στη Γάζα· τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και τον έβαλαν ν’ αλέθει με τον μύλο στάρι στη φυλακή.

22. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει.

23. Κάποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Τραγουδούσαν κι έλεγαν:«Στα χέρια μας παρέδωσε ο θεός μαςτον Σαμψών που ήταν ο εχθρός μας».

24. Όταν ο λαός τον είδε, δόξασαν το θεό τους και είπαν:«Στα χέρια μας παρέδωσε ο θεός μαςτον Σαμψών που ήταν ο εχθρός μας·αυτόν που ερήμωσε τη χώρα μαςκι αποδεκάτισε τον πληθυσμό μας».

25. Και όταν ήρθαν στο κέφι είπαν: «Φωνάξτε το Σαμψών να μας διασκεδάσει». Έστειλαν, λοιπόν, κι έβγαλαν το Σαμψών από τη φυλακή, τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους και διασκέδαζαν με το θέαμα.

26. Τότε ο Σαμψών είπε στον νέο που τον οδηγούσε από το χέρι: «Φέρε με ν’ αγγίξω τις κολόνες που στηρίζουν το ναό· θέλω ν’ ακουμπήσω πάνω τους».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κριται 16