Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 42:1-10 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

1. Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο:

2. «Ξέρω πως τίποτα για σε δεν είν’ αδύνατοκι όλα όσα στοχάζεσαιμπορείς και να τα πράξεις.

3. Ρωτάς ποιος είμαι που τολμώ ν’ αμφισβητώ τα σχέδιά σου,καθώς για πράγματα μιλώ που δεν καταλαβαίνω.Αλήθεια, μίλησα για πράγματα που δεν τα καταλάβαινα,πολύ μεγάλα, θαυμαστάκι ασύλληπτα για μένα.

4. Μου ζητάς πρώτα να σ’ ακούσω όσο μιλάςκι ύστερα ν’ απαντήσω εγώ στις ερωτήσεις σου.

5. Τότε σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα για σένα ακουστά·μα τώρα με τα μάτια μου σε είδα.

6. Γι’ αυτό, ανακαλώ τα όσα είπακαι ντρέπομαι γι’ αυτά.Μέσα στο χώμα και στη στάχτη ταπεινώνομαι».

7. Όταν ο Κύριος έπαψε να μιλάει με τον Ιώβ, είπε στον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη: «Θύμωσα πολύ μ’ εσένα και με τους δύο φίλους σου, γιατί δε μιλήσατε σωστά για μένα, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.

8. Τώρα λοιπόν πάρτε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε να βρείτε το δούλο μου τον Ιώβ και να τα προσφέρετε ολοκαύτωμα για την ενοχή σας. Να προσευχηθεί για σας ο δούλος μου ο Ιώβ κι εγώ θα δεχτώ με ευμένεια την προσευχή του και δε θα σας μεταχειριστώ κατά πώς ταιριάζει στην αφροσύνη σας».

9. Τότε ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωχάρ ο Νααμαθίτης έφυγαν καί έκαναν όπως τους είπε ο Κύριος. Και ο Κύριος δέχτηκε με ευμένεια την προσευχή του Ιώβ.

10. Όταν ο Ιώβ προσευχήθηκε για τους φίλους του, ο Κύριος του έδωσε πάλι πλούτη, και μάλιστα διπλάσια απ’ όσα είχε πριν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιωβ 42