Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 31:28-39 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

28. Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.

29. Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερεούτε ευχαριστιόμουνακακό σαν τον χτυπούσε.

30. Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου,ζητώντας με κατάρες το χαμό του.

31. Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μουέχουνε να το λένε,πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά.

32. Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο·στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές.

33. Ποτέ ανομίες δε χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα,όπως πολλοί το κάνουν.

34. Έτσι τα λόγια των ανθρώπων δε φοβόμουνούτε με τρόμαζε του κόσμου η περιφρόνηση,ώστε να μένω σιωπηλός,στο σπίτι μου κλεισμένος.

35. Αχ, ας γινόταν κάποιος να μ’ ακούσει!Μπορώ να υπογράψω ό,τι έχω πει.Μακάρι να μ’ αποκριθεί ο Παντοδύναμος!Ας μου ’δειχνε του αντιδίκου μουτην έγγραφη κατηγορία

36. κι εγώ στους ώμους μου πρόθυμα θα τη σήκωνακαι στο κεφάλι θα την έβαζα κορώνα.

37. Για τη ζωή μου θα μιλούσα στο Θεόμε κάθε λεπτομέρειακαι θα μπορούσα να τον βλέπω μες στα μάτια.

38. Αν το χωράφι μου παραπονέθηκε για μένακι έκανα εγώ τ’ αυλάκια του να κλάψουνε,

39. επειδή δεν τα φρόντισαμα πήρα τους καρπούς του,κι έγινα έτσι ανυπάκουος στο Θεό,που ’ναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του,

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιωβ 31