Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 31:17-28 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

17. Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου,χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά,

18. γιατί εγώ τα μεγάλωσα από μικράσαν να ’μουνα πατέρας,κι από την ώρα που γεννήθηκαν τα καθοδήγησα.

19. Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί,έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε,

20. του ’δινα από τα πρόβατά μουμάλλινο ρούχο για να ζεσταθείκι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε.

21. Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό,επειδή έβλεπα πως είχατων δικαστών την υποστήριξη,

22. το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα,κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου.

23. Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού·μπρος στη μεγαλοσύνη τουν’ αντέξω δεν μπορούσα.

24. Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκαούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου.

25. Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκαούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.

26. Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη τουή τη μαγευτική πορεία της σελήνης,

27. ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκαούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά.

28. Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιωβ 31