κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28
  29. 29
  30. 30
  31. 31
  32. 32
  33. 33
  34. 34
  35. 35
  36. 36
  37. 37
  38. 38
  39. 39
  40. 40
  41. 41
  42. 42

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιωβ 19 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ο Ιώβ πιστεύει ότι ο Θεός θα τον δικαιώσει

1. Ο Ιώβ απάντησε:

2. Ως πότε θα με βασανίζετεκαι με τα λόγια σας θα με ταλαιπωρείτε;

3. Μύριες φορές ως τώρα με προσβάλατεκαι που με βασανίζετεδε νιώθετε ντροπή.

4. Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι έσφαλατο σφάλμα μου βαραίνει μόνο εμένα.

5. Μα εσείς θέλετε να μ’ εξουθενώσετεανώτεροι για να αισθανθείτε,κι απ’ τα παθήματά μουπως φταίω ν’ αποδείξετε.

6. Δε βλέπετε λοιπόν πως ο Θεός με αδίκησεκαι μ’ έχει μες στο δίχτυ του μπλεγμένον;

7. «Βοήθεια», φωνάζω, μα κανείςδε μου αποκρίνεται·ζητάω το δίκιο μου,κανείς δικαιοσύνη ν’ αποδώσει.

8. Φράζει ο Θεός το δρόμο μουκαι να περάσω δεν μπορώ·τα μονοπάτια μου τα κρύβει στο σκοτάδι.

9. Μου παίρνει όλον τον πλούτο μου,διασύρει την υπόληψή μου.

10. Σα να ’μουν τοίχος με γκρεμίζει απ’ όλες τις μεριέςκαι καταρρέω·σαν δέντρο ξεριζώνει την ελπίδα μου.

11. Ξεσπάει του θυμού του η φλόγα πάνω μου,με λογαριάζει εχθρό του.

12. Όλα του τα στρατεύματα έρχονται μαζεμένακαι κατευθύνονται εναντίον μου,τριγύρω στη σκηνή μου στρατοπεδεύουν.

13. Τ’ αδέρφια μου από μένα τ’ απομάκρυνεως να ’μουν άγνωστος μου φέρνονται οι γνωστοί μου.

14. Οι φίλοι μου κι οι συγγενείς μουμ’ εγκατέλειψαν·εκείνοι που τους φιλοξένησα με λησμονήσαν.

15. Οι υπηρέτριές μου ξένο με λογαριάζουνεκαι σαν αλλόφυλο με βλέπουν.

16. Καλώ τον υπηρέτη μουκι αυτός δεν αποκρίνεται,κάθε φορά που τον χρειάζομαιθα πρέπει να τον ικετεύω.

17. Δεν υποφέρει την ανάσα μουη γυναίκα μουούτε τ’ αδέρφια μου την αποφορά μου.

18. Και τα μικρά παιδιά ακόμαδεν με σέβονται·όταν με δυσκολία σηκώνομαι,με περιπαίζουν.

19. Οι πιο στενοί μου φίλοι με σιχαίνονται,κι είναι εναντίον μου εκείνοιπου τους αγαπούσα.

20. Πετσί και κόκαλο έμεινα·το πρόσωπό μου μοιάζει με κρανίο.

21. Αχ, λυπηθείτε, λυπηθείτε με, εσείς φίλοι μου!Το χέρι του Θεού μ’ έχει χτυπήσει.

22. Γιατί μου φέρεστε κι εσείς σκληρά όπως ο Θεός;Τάχα δε μ’ έχετε αρκετά ως τώρα τυραννήσει;

23. Αχ, ας γινόταν να γραφτούν τα λόγια μουκαι σε βιβλίο να καταχωριστούνε!

24. Ή σ’ ένα βράχο με κοπίδι να χαραχτούνκαι με χυτό μολύβινα γεμίσουνε τα γράμματαώστε να μείνουν ανεξίτηλα για πάντα.

25. Μα όχι! Ξέρω πως ζει ο Θεός, ο υπερασπιστής μου,και πως θα πει τον τελευταίο λόγο εδώ στη γη.

26. Τώρα που ’χει κουρελιαστεί το δέρμα μουκαι σάρκα δεν υπάρχει πιαπάνω στα κόκαλά μου,τώρα θέλω να δω το Θεό.

27. Τώρα, και με τα ίδια μου τα μάτιαθέλω να τον δω,αυτόν τον ίδιο κι όχι άλλον, ξένο.Τα σωθικά μου λιώνουν, μ’ ετούτη τη λαχτάρα.

28. Εσείς στοχάζεστε πώς να με κατατρέξετεκαι ποια αιτία να βρείτεγια να μου ρίξετε μομφή.

29. Αλλά θα πρέπει εσείς το ξίφος να φοβάστεγιατί η μανία σας αξίζει θάνατο.Και μην ξεχνάτε πως κριτής είν’ ο Θεός.