κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28
  29. 29
  30. 30
  31. 31
  32. 32
  33. 33
  34. 34
  35. 35
  36. 36
  37. 37
  38. 38
  39. 39
  40. 40
  41. 41
  42. 42
  43. 43
  44. 44
  45. 45
  46. 46
  47. 47
  48. 48
  49. 49
  50. 50
  51. 51
  52. 52
  53. 53
  54. 54
  55. 55
  56. 56
  57. 57
  58. 58
  59. 59
  60. 60
  61. 61
  62. 62
  63. 63
  64. 64
  65. 65
  66. 66

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ησαϊασ 63 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Η ημέρα της εκδίκησης του Κυρίου

1. Ποιος είν’ εκείνος που ’ρχεται από την Εδώμ, με ρούχα κόκκινα απ’ τη Βοσρά; Αυτός με τη λαμπρή στολή που περπατάει με δύναμη μεγάλη; «Εγώ, ο Κύριος, είμαι! Εκείνος που αποδίδω δικαιοσύνη και που να σώζω έχω τη δύναμη».

2. Γιατί είναι κόκκινη η στολή σου και σαν εκείνου που πατάει στο πατητήρι είναι τα ρούχα σου;

3. «Πάτησα μοναχός μου στο πατητήρι. Κανένας δε με βόηθησε απ’ τους λαούς. Απάνω στο θυμό μου τους ποδοπάτησα και τους σύντριψα πάνω στην οργή μου. Έτσι το αίμα τους πιτσίλισε τα ρούχα μου και λέρωσα όλη τη στολή μου.

4. Γιατί στο νου μου είχα να εκδικηθώ μια μέρα τους εχθρούς μου κι ήρθε η χρονιά για να λυτρώσω το λαό μου.

5. Κοίταξα γύρω μου, βοήθεια δεν υπήρχε! Κι έμεινα έκπληκτος που δεν ήταν ούτ’ ένας να μου παρασταθεί· έτσι το ίδιο μου το χέρι με βοήθησε και η οργή μου έγινε το στήριγμά μου.

6. Έτσι μες στο θυμό μου ποδοπάτησα τους λαούς και πάνω στην οργή μου τους κομμάτιασα κι έχυσα το αίμα τους στη γη».

Η καλοσύνη του Κυρίου προς τον Ισραήλ

7. Θα θυμηθώ, Κύριε, τις καλοσύνες σου,εκείνες που μας κάνουν να σε υμνούμε·όλα όσα έπραξες για μας,την πλούσια αγαθότητα που έδειξες στον Ισραήλχάρη στο έλεός σου,που ευεργεσίες σκορπίζει.

8. Είπες: «Αλήθεια είναι λαός μου αυτοί,είναι παιδιά μουπου δε θ’ απιστήσουν».Κι έτσι έγινες σωτήρας μας.

9. Μ’ όλες τις θλίψεις μας εσύ θλιβόσουν,κι ο άγγελος της παρουσίας σου μας έσωσε·με την αγάπη σου και με την ευσπλαχνία σουπάντα εσύ μας λύτρωνες· μας σήκωσες,μας κράτησες στην αγκαλιά σουόλα τα χρόνια που περάσανε.

10. Εμείς όμως εξεγερθήκαμεκαι καταθλίψαμε το άγιο σου το Πνεύμα·έτσι κι εσύ μας έγινες εχθρόςκι ο ίδιος μάς πολέμησες.

11. Και τότε θυμηθήκαμε τις μέρες τις παλιέςτου Μωυσή του δούλου σου.Κι είπαμε:«Πού είν’ αυτός που απ’ το νερό έβγαλε το Μωυσή,ποιμένα του ποιμνίου του,κι έβαλε μέσα του το άγιο του το Πνεύμα;

12. Πού είν’ αυτός που τους οδήγησε,στέκοντας στα δεξιά του Μωυσή,με το ένδοξό του χέρι,αυτός που έσκισε μπροστά τους τα νερά,κι απόκτησε έτσι δόξα αιώνια;

13. Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε,χωρίς καθόλου να σκοντάψουν,όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο.

14. Σαν το κοπάδι που κατηφορίζεινα βρει ασφάλεια στη ρεματιά,το Πνεύμα του Κυρίου τους οδηγούσενα βρουν ανάπαυση.Έτσι εσύ οδηγούσες το λαό σου, Κύριε,για να δοξάζεσαι αιώνια».

15. Ρίξε ένα βλέμμα, Κύριε, από τον ουρανό,από την άγια, την ένδοξή σου κατοικία, και δες!Πού είν’ η φλογερή αγάπη σου κι η δύναμή σου,η ευσπλαχνία σου και η στοργή σου;Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν αισθανόμαστε.

16. Εσύ είσαι ο Πατέρας μας.Αλήθεια, ο Αβραάμ δεν μας γνωρίζει,κι ο Ιακώβ δεν μας αναγνωρίζει.Εσύ, είσαι, Κύριε, ο Πατέρας μας!Απ’ τους αιώνες τ’ όνομά σου, είναι «ο Λυτρωτής μας».

17. Γιατί, Κύριε, μας αφήνεις να πλανιόμαστεαπό το δρόμο σου μακριά,και την καρδιά μας τη σκληραίνεις,έτσι που να μη σ’ υπακούμε πια;Γύρνα πίσω σ’ εμάς, για χάρη των δούλων σου,για χάρη των φυλών που σου ανήκουν.

18. Μόνο για λίγο, εμείς, ο άγιος λαός σου,τη γη μας την κρατήσαμε.Τώρα οι εχθροί μας μόλυναν το αγιαστήριό σου.

19. Έχουμε γίνει σαν ποτέ να μη μας εξουσίαζες,σαν να μην ήμασταν ποτέ δικοί σου.Μακάρι ν’ άνοιγες τους ουρανούς και να κατέβαινες,να τρέμαν’ τα βουνά στην παρουσία σου!