Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γενεσισ 42:21-37 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

21. Τότε είπαν αναμεταξύ τους: «Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό μας. Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι’ αυτό μας βρήκε αυτή η στενοχώρια».

22. Ο Ρουβήν τούς είπε: «Δε σας έλεγα εγώ να μην κάνετε κακό σ’ αυτό το παιδί; Εσείς όμως δεν ακούγατε. Να που τώρα ήρθε η ώρα της τιμωρίας».

23. Αυτοί όμως δεν ήξεραν ότι ο Ιωσήφ τους καταλάβαινε, γιατί χρησιμοποιούσε διερμηνέα.

24. Τότε εκείνος αποσύρθηκε και έκλαψε. Έπειτα ξανάρθε και τους μίλησε. Πήρε απ’ ανάμεσά τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους.

25. Ο Ιωσήφ διέταξε να γεμίσουν τα σακιά των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα χρήματα του καθενός στο σακί του και να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι και τους έκαναν.

26. Εκείνοι φόρτωσαν το σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν.

27. Όταν όμως ένας άνοιξε το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του, εκεί που διανυκτέρευαν, είδε μέσα τα χρήματά του. Ήταν στο άνοιγμα του σάκου του.

28. «Μου επέστρεψαν τα χρήματά μου!» φώναξε στους αδερφούς του. «Να τα, εδώ μέσα στο σακί μου». Τους ήρθε λιποθυμία και τρέμοντας έλεγε ο ένας στον άλλο: «Τι είναι αυτό που μας έκανε ο Θεός!»

29. Όταν ήρθαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί και του είπαν:

30. «Ο άνθρωπος, που είναι ο άρχοντας της χώρας, μάς μίλησε σκληρά και μας φέρθηκε σαν να ήμασταν κατάσκοποι.

31. Εμείς όμως του είπαμε ότι είμαστε ειλικρινείς κι όχι κατάσκοποι.

32. Ότι είμαστε αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα, κι ότι ο ένας δεν υπάρχει πια και ο μικρότερος είναι με τον πατέρα μας στη Χαναάν.

33. Αλλά εκείνος μας είπε: “Να πώς θα εξακριβώσω αν είστε ειλικρινείς: ο ένας από σας θα παραμείνει κοντά μου, κι εσείς πάρτε σιτάρι για τις οικογένειές σας που πεινούν και φύγετε.

34. Αλλά θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, και τότε θα πεισθώ ότι δεν είστε κατάσκοποι αλλά άνθρωποι ειλικρινείς. Θα σας απελευθερώσω και τον αδερφό σας, και θα είστε ελεύθεροι να κυκλοφορείτε στη χώρα”».

35. Μετά άρχισαν ν’ αδειάζουν τα σακιά τους. Κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του το κομπόδεμά του. Όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα χρήματά τους, φοβήθηκαν.

36. Ο Ιακώβ τούς είπε: «Μου παίρνετε τα παιδιά μου. Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει· ο Συμεών δεν είν’ εδώ· και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν. Πάνω σ’ εμένα πέφτουν όλα!»

37. Τότε ο Ρουβήν είπε στον πατέρα του: «Έχεις το δικαίωμα να θανατώσεις τα δύο μου παιδιά, αν δε σου φέρω πίσω το Βενιαμίν. Εμπιστέψου τον σ’ εμένα προσωπικά και εγώ θα σου τον ξαναφέρω».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γενεσισ 42