Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γενεσισ 24:39-56 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

39. Είπα τότε στον κύριό μου: “Μπορεί η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει”.

40. Κι εκείνος μου απάντησε: “Ο Κύριος, που σύμφωνα με το θέλημά του εγώ έζησα, θα στείλει τον άγγελό του μαζί σου και θα σε βοηθήσει να πετύχεις στο ταξίδι σου. Θα πάρεις για το γιο μου γυναίκα από τους συγγενείς μου, από το σπίτι του πατέρα μου.

41. Αν όμως πας στους συγγενείς μου κι εκείνοι δε θελήσουν να σου δώσουν γυναίκα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου”.

42. Όταν σήμερα έφτασα στην πηγή, είπα: “Κύριε, Θεέ, του κυρίου μου, του Αβραάμ, βοήθησε να πετύχει το ταξίδι που ανέλαβα!

43. Εγώ θα σταθώ κοντά στη νεροπηγή. Από το κορίτσι που θα ’ρθεί να πάρει νερό, θα ζητήσω να πιω λίγο απ’ το σταμνί της.

44. Αν μου απαντήσει: ’πιες εσύ κι εγώ θα φέρω νερό να πιουν και οι καμήλες σου’, θα καταλάβω ότι αυτή είναι η γυναίκα που έχει προορίσει ο Κύριος για το γιο του κυρίου μου”.

45. Πριν ακόμα τελειώσω την προσευχή μου, η Ρεβέκκα ερχόταν με το σταμνί στον ώμο, και κατέβηκε στην πηγή να πάρει νερό. Τότε της είπα: “δώσ’ μου να πιω”.

46. Εκείνη κατέβασε πρόθυμα το σταμνί της από τον ώμο και μου είπε: “πιες, και θα δώσω και στις καμήλες σου να πιουν”. Τότε εγώ ήπια, κι εκείνη πότισε τις καμήλες μου.

47. Έπειτα τη ρώτησα: “ποιανού κόρη είσ’ εσύ;” Και μου απάντησε ότι είναι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Τότε έβαλα τον κρίκο στη μύτη της και τα βραχιόλια στα χέρια της.

48. Ύστερα έπεσα και προσκύνησα τον Κύριο, το Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ. Τον ευχαρίστησα που με είχε οδηγήσει στο σωστό δρόμο, ώστε να πάρω την κόρη του αδερφού τού κυρίου μου σύζυγο για το γιο του.

49. Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να δείξετε αγάπη κι εμπιστοσύνη στον κύριό μου, δηλώστε το μου. Αν όχι, πέστε μου, για να στραφώ αλλού».

50. Ο Λάβαν και ο Βεθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι.

51. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεσή σου. Πάρ’ την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».

52. Όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο.

53. Έπειτα έβγαλε κοσμήματα ασημένια και χρυσά και φορέματα και τα έδωσε στη Ρεβέκκα. Κι ακόμη έκανε πλούσια δώρα στον αδερφό της και στη μητέρα της.

54. Μετά, αυτός και οι άντρες, που ήταν μαζί του, έφαγαν και ήπιαν και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ο δούλος είπε: «Επιτρέψτε μου τώρα να γυρίσω πίσω στον κύριο μου».

55. Τότε ο αδερφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κόρη μαζί μας λίγον καιρό ακόμα, καμιά δεκαριά μέρες, κι ύστερα φεύγεις».

56. «Μη με καθυστερείτε», τους απάντησε εκείνος. «Αφού ο Θεός έκανε να πετύχει ο σκοπός του ταξιδιού μου, αφήστε με να φύγω και να πάω στον κύριό μου».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γενεσισ 24