Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Δανιηλ 9:1-2-8 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

1-2. Τον πρώτο χρόνο που είχε ανέβει στο θρόνο της Βαβυλώνας ο Δαρείος, γιος του Ξέρξη, από το λαό των Μήδων, εγώ ο Δανιήλ συμβουλεύτηκα τα ιερά βιβλία· κατάλαβα, λοιπόν, τη σημασία αυτού που ο Κύριος είχε πει στον προφήτη Ιερεμία, ότι δηλαδή η Ιερουσαλήμ θα πρέπει να παραμείνει ερειπωμένη για εβδομήντα χρόνια.

3. Άρχισα τότε νηστεία ντυμένος στα πένθιμα· είχα ρίξει στάχτη στο κεφάλι μου και προσευχόμουν με στεναγμούς στον Κύριο το Θεό μου.

4. Του απηύθυνα την ακόλουθη προσευχή εξομολόγησης:«Αχ, Κύριε, μεγάλε και φοβερέ Θεέ», του είπα. «Εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και αγαπάς αυτούς που σε αγαπούν κι εφαρμόζουν τις εντολές σου.

5. Αμαρτήσαμε κι ανομήσαμε, ασεβήσαμε, επαναστατήσαμε και στρέψαμε τα νώτα μας στις εντολές σου και στις υποδείξεις σου.

6. Δεν ακούσαμε τους δούλους σου τους προφήτες, που μίλησαν εξ ονόματός σου στους βασιλιάδες μας, στους άρχοντές μας, στους προγόνους μας και σ’ όλο το λαό της χώρας.

7. Εσύ, Κύριε, είσαι δίκαιος, ενώ εμείς μέχρι σήμερα ζούμε όλοι μας μες στην καταφρόνια, δηλαδή ο λαός του Ιούδα, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ κι όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες που είναι διασκορπισμένοι στις διάφορες χώρες, κοντά μας ή μακριά μας, όπου εσύ τους έχεις διασκορπίσει, επειδή έδειξαν απιστία σ’ εσένα.

8. Ναι, Κύριε, ο λόγος που σήμερα ζούμε στην ντροπή εμείς, οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας κι οι πρόγονοί μας, είναι ότι αμαρτήσαμε σ’ εσένα.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Δανιηλ 9