Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 13:13-21 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

13. Πώς θα μπορέσω ν’ αντέξω τέτοια ντροπή! Κι εσύ θα θεωρείσαι άτιμος από όλους τους Ισραηλίτες. Μίλησε καλύτερα στο βασιλιά· ασφαλώς δε θα αρνηθεί να με δώσει σ’ εσένα».

14. Ο Αμνών όμως δεν ήθελε να την ακούσει, και καθώς ήταν δυνατότερος απ’ αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.

15. Μετά ο Αμνών τη μίσησε τρομερά. Τόσο, που το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο από τον έρωτά του. Της λέει, λοιπόν, «Σήκω και φύγε».

16. «Όχι, αδερφέ μου», του απάντησε εκείνη. «Μη με διώχνεις. Το κακό αυτό θα είναι μεγαλύτερο από το άλλο που μου ’κανες». Εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα.

17. Φώναξε το νεαρό υπηρέτη του και τον διάταξε: «Πάρ’ την από μπροστά μου· βγάλ’ την έξω κι αμπάρωσε και την πόρτα».

18. Ο υπηρέτης την έβγαλε έξω κι αμπάρωσε την πόρτα.Η Ταμάρ φορούσε χιτώνα με μανίκια, που έφτανε ως τα πόδια. Έτσι ντύνονταν οι παρθένες κόρες του βασιλιά, από την παλιά εποχή.

19. Έβαλε, λοιπόν, στάχτη στο κεφάλι της κι έσκισε το μακρύ χιτώνα που φορούσε, με τα μανίκια· έβαλε τα χέρια πάνω στο κεφάλι της και προχωρούσε φωνάζοντας.

20. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ τη ρώτησε: «Μήπως σε βίασε ο αδερφός σου ο Αμνών; Έλα τώρα, αδερφή μου, σώπα· αδερφός σου, είναι, μην το παίρνεις κατάκαρδα». Έτσι η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ, ως χήρα.

21. Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, θύμωσε πάρα πολύ.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 13