Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 20:14-28-29 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

14. Όσο ακόμα ζω, θέλω να μου δείχνεις την αγάπη του Κυρίου. Αλλά και μετά το θάνατό μου

15. μη σταματήσεις ποτέ να δείχνεις την αγάπη σου στους απογόνους μου, ακόμη κι όταν ο Κύριος θα έχει εξαφανίσει όλους τους εχθρούς σου πάνω απ’ τη γη».

16. (Ο Ιωνάθαν είχε συνάψει συμφωνία φιλίας με την οικογένεια του Δαβίδ λέγοντας: «Ο Κύριος να εκδικηθεί τους εχθρούς του Δαβίδ»).

17. Ο Ιωνάθαν ζήτησε ακόμη μια φορά από το Δαβίδ να του ορκιστεί στο όνομα της αγάπης του γι’ αυτόν, γιατί ο Ιωνάθαν αγαπούσε το Δαβίδ σαν τον εαυτό του.

18. Ο Ιωνάθαν επανέλαβε: «Αύριο, λοιπόν, είναι νουμηνία και θα σε αναζητήσουν, γιατί η θέση σου θα είναι κενή.

19. Την τρίτη μέρα θ’ αρχίσουν να σε αναζητούν με μεγαλύτερη επιμονή. Τότε θα πας στον τόπο όπου είχες κρυφτεί την προηγούμενη φορά, και θα καθίσεις κοντά στο Βράχο Εζήλ.

20. Εγώ θα ρίξω τρία βέλη προς αυτή την κατεύθυνση, σαν να είχα βάλει εκεί ένα στόχο.

21. Μετά θα στείλω τον υπηρέτη μου να πάει να βρει τα βέλη. Αν του φωνάξω: “τα βέλη δεν είναι τόσο μακριά, έλα να τα μαζέψεις”, τότε θα μπορείς να ’ρθεις, γιατί δε θα κινδυνεύεις. Το ορκίζομαι στον αληθινό Θεό πως δε θα υπάρχει λόγος ανησυχίας.

22. Αν όμως φωνάξω στον υπηρέτη: “τα βέλη είναι ακόμα πιο μακριά”, τότε φεύγα, γιατί ο Κύριος σε στέλνει μακριά.

23. Για ό,τι είπαμε εγώ κι εσύ, ο Κύριος ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας για πάντα».

24. Έτσι ο Δαβίδ πήγε και κρύφτηκε στα χωράφια. Την πρωτομηνιά, κάθισε ο βασιλιάς στο τραπέζι για να φάει.

25. Κάθισε, όπως συνήθιζε, στο κάθισμά του, κοντά στον τοίχο. Ο Ιωνάθαν κάθισε απέναντί του κι ο Αβενήρ πλάι στο Σαούλ, ενώ η θέση του Δαβίδ ήταν άδεια.

26. Ο Σαούλ δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα, γιατί σκέφτηκε πως κάτι θα του συνέβη και δε θα πρόλαβε να εξαγνιστεί.

27. Την επόμενη μέρα της πρωτομηνιάς η θέση του Δαβίδ ήταν πάλι άδεια. Τότε είπε ο Σαούλ στο γιο του τον Ιωνάθαν: «Γιατί ο γιος του Ιεσσαί δεν ήρθε στο γεύμα ούτε χτες, ούτε σήμερα;»

28-29. Ο Ιωνάθαν του απάντησε: «Ο Δαβίδ με παρακάλεσε θερμά να τον αφήσω να πάει στη Βηθλεέμ, γιατί η οικογένειά του κάνει θυσία στην πόλη, και του παράγγειλε ο αδερφός του να πάει. “Αν έχω την εύνοιά σου”, μου είπε, “επίτρεψέ μου να πάω να δω τ’ αδέρφια μου”. Γι’ αυτό δεν ήρθε στο τραπέζι του βασιλιά».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 20