Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 19:1-17 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

1. Ο Σαούλ είπε στο γιο του τον Ιωνάθαν και σ’ όλους τους αξιωματούχους του να σκοτώσουν το Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν όμως τον αγαπούσε πάρα πολύ.

2. Έτσι τον προειδοποίησε και του είπε: «Ο πατέρας μου γυρεύει να βάλει να σε σκοτώσουν· σε παρακαλώ λοιπόν, φυλάξου αύριο το πρωί· μείνε κάπου απόμερα και κρύψου εκεί.

3. Εγώ θα βγω μαζί με τον πατέρα μου στον αγρό, όπου θα είσαι εσύ κρυμμένος· θα του μιλήσω για σένα, θα δω πώς θ’ αντιδράσει και θα σε ενημερώσω».

4. Ο Ιωνάθαν, λοιπόν, παίνεψε το Δαβίδ στον πατέρα του το Σαούλ: «Βασιλιά», του είπε, «μην κάνεις κανένα κακό στο δούλο σου, το Δαβίδ. Αυτός δεν σου έκανε τίποτε κακό· αντίθετα οι ενέργειές του ως τώρα ήταν για το καλό σου.

5. Έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή του, όταν σκότωσε το Γολιάθ, κι εκείνη την ημέρα ο Κύριος χάρισε μεγάλη νίκη σ’ όλους τους Ισραηλίτες. Τα είδες κι εσύ και χάρηκες. Γιατί θέλεις να αμαρτήσεις χύνοντας το αίμα ενός αθώου, σκοτώνοντας το Δαβίδ χωρίς λόγο;»

6. Ο Σαούλ υποχώρησε μετά απ’ αυτά που του είπε ο Ιωνάθαν και ορκίστηκε: «Μα τον αληθινό Θεό, ο Δαβίδ δε θα πεθάνει».

7. Τότε ο Ιωνάθαν πήγε και βρήκε το Δαβίδ, του ανέφερε όλα όσα είχαν συζητηθεί και τον οδήγησε στο Σαούλ. Έτσι ο Δαβίδ ανέλαβε την υπηρεσία του κοντά στο βασιλιά, όπως και πριν.

8. Ο πόλεμος ξανάρχισε κι ο Δαβίδ έφυγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους· τους νίκησε και τους έτρεψε σε φυγή.

9. Μια μέρα ήρθε το κακό πνεύμα σταλμένο από τον Κύριο στο Σαούλ, ενώ καθόταν στο ανάκτορό του, με το ακόντιο στα χέρια του και ο Δαβίδ τού έπαιζε άρπα.

10. Ο Σαούλ προσπάθησε ρίχνοντας το ακόντιο να τον καρφώσει στον τοίχο, αλλά ο Δαβίδ, ξέφυγε και το ακόντιο χτύπησε στον τοίχο.Ο Δαβίδ έφυγε και γλίτωσε. Τη νύχτα εκείνη,

11. ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η γυναίκα του Δαβίδ, η Μιχάλ, τον ειδοποίησε και του είπε: «Αν δεν φυλαχτείς απόψε, αύριο θα είσαι νεκρός».

12. Κατέβασε, λοιπόν, το Δαβίδ από το παράθυρο, κι εκείνος έτρεξε και σώθηκε.

13. Τότε πήρε η Μιχάλ το είδωλο του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο μια κατσικίσια προβιά και έριξε από πάνω τα σκεπάσματα.

14. Όταν οι απεσταλμένοι του Σαούλ ήρθαν να τον πιάσουν, αυτή τους είπε ότι είναι άρρωστος.

15. Ο Σαούλ έστειλε πάλι τους ανθρώπους του στο Δαβίδ, με τη διαταγή: «Φέρτε τον μου πάνω στο κρεβάτι για να τον σκοτώσω».

16. Όταν ήρθαν οι απεσταλμένοι, δε βρήκαν στο κρεβάτι παρά το είδωλο και μια κατσικίσια προβιά στο προσκέφαλο.

17. Τότε ο Σαούλ ρώτησε τη Μιχάλ: «Γιατί με ξεγέλασες μ’ αυτό τον τρόπο κι άφησες τον εχθρό μου να φύγει και να σωθεί;» Η Μιχάλ απάντησε: «Αυτός μου είπε: Άσε με να φύγω, αλλιώς θα σε σκοτώσω».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 19