Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 15:6-24 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

6. Έπειτα έστειλε μήνυμα στους Κεναίους: «Φύγετε», τους έλεγε, «βγείτε απ’ την περιοχή των Αμαληκιτών, για να μην έχετε την ίδια τύχη μ’ αυτούς. Εσείς δείξατε καλοσύνη στους Ισραηλίτες, όταν εκείνοι έβγαιναν από την Αίγυπτο». Έτσι οι Κεναίοι έφυγαν από τους Αμαληκίτες.

7. Τότε ο Σαούλ χτύπησε τους Αμαληκίτες από τη Χαβιλά ως τη Σουρ, ανατολικά της Αιγύπτου.

8. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής.

9. Αλλά ο Σαούλ και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη: πρόβατα και βόδια, νεογέννητα μοσχάρια και αρνιά και γενικά κάθε αγαθό αξίας δε θέλησαν να τα καταστρέψουν. Αλλά, ό,τι δεν είχε αξία και ήταν για πέταμα, αυτό το κατέστρεψαν εντελώς.

10. Τότε ο Κύριος μίλησε στο Σαμουήλ και του είπε:

11. «Μετάνιωσα που έκανα το Σαούλ βασιλιά, γιατί αυτός μου γύρισε τα νώτα και δεν εκτέλεσε τις εντολές μου». Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό.

12. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Αλλά τον πληροφόρησαν ότι ο Σαούλ είχε πάει στην πόλη Κάρμηλο για να χτίσει εκεί ένα μνημείο για τον εαυτό του· μετά έφυγε από ’κει και είχε κατεβεί στα Γάλγαλα.

13. Ο Σαμουήλ πήγε και βρήκε το Σαούλ κι εκείνος του είπε: «Να ’σαι ευλογημένος από τον Κύριο! Εκπλήρωσα την εντολή του Κυρίου».

14. Ο Σαμουήλ τότε τον ρώτησε: «Από πού, λοιπόν, προέρχονται αυτά τα βελάσματα των προβάτων και τα μουκανητά των βοδιών, που ακούω;»

15. Ο Σαούλ απάντησε: «Οι στρατιώτες λυπήθηκαν τα καλύτερα πρόβατα και τα καλύτερα βόδια και τα έφεραν από τους Αμαληκίτες εδώ, για να τα προσφέρουν θυσία στον Κύριο, το Θεό σου· τα υπόλοιπα τα καταστρέψαμε».

16. Τότε είπε ο Σαμουήλ στο Σαούλ: «Στάσου να σου πω τι μου είπε ο Κύριος αυτή τη νύχτα». «Λέγε», απάντησε ο Σαούλ.

17. Ο Σαμουήλ είπε: «Έγινες αρχηγός των ισραηλιτικών φυλών, αν και τότε θεωρούσες μικρό τον εαυτό σου. Ο Κύριος ήταν που σε έχρισε βασιλιά του Ισραήλ,

18. και τώρα σ’ έστειλε εκστρατεία και σου είπε “πήγαινε να καταστρέψεις εντελώς αυτούς τους αμαρτωλούς, τους Αμαληκίτες· πολέμησέ τους ώσπου να τους εξοντώσεις ολοσχερώς”.

19. Γιατί, λοιπόν, δεν υπάκουσες στην προσταγή του Κυρίου, αλλά όρμησες στα λάφυρα κι έτσι έκανες ό,τι ακριβώς ο Κύριος απεχθάνεται;»

20. Ο Σαούλ απάντησε στο Σαμουήλ: «Κι όμως, εγώ υπάκουσα στην προσταγή του Κυρίου και πήγα εκεί που μ’ έστειλε. Έφερα αιχμάλωτο τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, κι εξόντωσα τους Αμαληκίτες.

21. Οι στρατιώτες όμως πήραν μερικά από τα λάφυρα, τα καλύτερα πρόβατα και τα βόδια, που ήταν απαγορευμένα, για να τα προσφέρουν θυσία στον Κύριο, το Θεό σου, στα Γάλγαλα».

22. Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ επιθυμεί να υπακούμε στις εντολές του. Η υπακοή είναι γι’ αυτόν καλύτερη από το πάχος των κριαριών.

23. Η ανυπακοή είναι όπως η αμαρτία της μαγείας, και η ισχυρογνωμοσύνη όπως η αμαρτία της ειδωλολατρίας. Επειδή, λοιπόν, περιφρόνησες τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό κι εκείνος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά».

24. Ο Σαούλ είπε τότε στο Σαμουήλ: «Αμάρτησα! Δεν ακολούθησα την εντολή του Κυρίου και τις δικές σου οδηγίες, γιατί φοβήθηκα τους στρατιώτες κι έκανα ό,τι μου ζητούσαν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 15