Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Θρηνοι 1:1-11 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε έρημηη πόλη που είχε άλλοτε τόσο πολύ λαό!Αυτή που ήταν ονομαστή στα έθνη ανάμεσααπόμεινε σαν χήρα·των πόλεων η πριγκίπισσα υποδουλώθηκε.

2. Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα,τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν.Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείςδε βρίσκεται να την παρηγορήσει.Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν·της έγιναν εχθροί.

3. Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας,ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε.Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει·οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδοτον πίεσαν σκληρά.

4. Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν,γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται.Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες,οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε,θλίβονται οι κόρες της,κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη.

5. Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν,οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι,γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες.Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρόςκαι πορευθήκαν στην αιχμαλωσία.

6. Κι η πόλη της Σιών όλη τη δόξα της την έχασε·οι άρχοντές της γίνανε σαν ελάφιαπου δε βρίσκουν τροφή·κι είναι σχεδόν χαμένη η δύναμή τους,καθώς τρέχουνε να ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους.

7. Η Ιερουσαλήμ στης δυστυχίας τηςκαι στης κατάπτωσης τις μέρεςθυμάται όλη τη λαμπρότηταπου είχε τον παλιό καιρό.Όταν όμως ο λαός της έπεσε στα χέρια του εχθρούούτ’ ένας δεν βρέθηκε να τη βοηθήσει.Την κοίταζαν οι εχθροί της και γελούσανβλέποντας την κατάντια της.

8. Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ,γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη.Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν,γιατί βλέπουν τη γύμνια της·κι αυτή αναστενάζεικι από την άλλη στρέφεται μεριά.

9. Το φόρεμά της φέρνει τα ίχνη της ντροπής της·τέτοιο τέλος δεν τό ’χε ποτέ φανταστεί.Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς ούτ’ ένας να βρεθείνα την παρηγορήσει.Φωνάζει η πόλη: «Κύριε, δες τη θλίψη μου·άκου τον πώς καυχιέται ο εχθρός μου!»

10. Ο εχθρός το χέρι του άπλωσεσ’ όλους τους θησαυρούς της·κι αυτή είδε το ναό της να πατούν,τα έθνη εκείνα που είχε προστάξει ο Κύριοςνα μη μπουν μέσα στην κοινότητά του.

11. Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι,ψωμί ζητούν·δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή,έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε.Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε,δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!»

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Θρηνοι 1