κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15
  16. 16
  17. 17
  18. 18
  19. 19
  20. 20
  21. 21
  22. 22
  23. 23
  24. 24
  25. 25
  26. 26
  27. 27
  28. 28
  29. 29
  30. 30
  31. 31
  32. 32
  33. 33
  34. 34
  35. 35
  36. 36
  37. 37
  38. 38
  39. 39
  40. 40
  41. 41
  42. 42
  43. 43
  44. 44
  45. 45
  46. 46
  47. 47
  48. 48
  49. 49
  50. 50
  51. 51
  52. 52

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιερεμιασ 8 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. «Εκείνο τον καιρό», λέει ο Κύριος, «θα βγάλουν απ’ τους τάφους τους τα κόκαλα των βασιλιάδων του Ιούδα, των αρχόντων του, των ιερέων, των προφητών και όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ.

2. Και θα τ’ απλώσουν αντίκρυ στον ήλιο, στο φεγγάρι και σ’ όλα τ’ άστρα του ουρανού, που αυτοί οι άνθρωποι τ’ αγάπησαν και τα λάτρεψαν, τ’ ακολούθησαν, τα συμβουλεύτηκαν και τα προσκύνησαν σαν θεούς. Αυτά τα κόκαλα δεν θα τα συγκεντρώσουν ποτέ ούτε και θα τα ξαναθάψουν· κοπριά θα γίνουν πάνω στη γη».

Ο θάνατος προτιμότερος από τη ζωή

3. Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος απ’ τη ζωή, για όλους εκείνους που θα επιζήσουν από την πονηρή αυτή γενιά, σ’ όλους τους τόπους που θα τους έχω διασκορπίσει».

Αχαρακτήριστη ισχυρογνωμοσύνη

4. Ο Κύριος με πρόσταξε να πω στο λαό του: «Αν κάποιος πέσει, δε θα ξανασηκωθεί; Αν κάποιος το δρόμο του χάσει, δε θα τον ξαναβρεί;

5. Γιατί, λοιπόν αυτός ο λαός μου της Ιερουσαλήμ απομακρύνεται αδιάκοπα χωρίς ποτέ το δρόμο του να βρίσκει; Στα είδωλά τους προσκολλώνται κι αρνούνται να επιστρέψουν.

6. Με προσοχή άκουσα, μα δε μίλησαν σωστά· κανένας δεν υπάρχει που να μετανοεί για την κακία του και που να λέει “τι έκανα;” Καθένας τους ακολουθεί ασυλλόγιστα το δρόμο του, καθώς το άλογο που ορμά στη μάχη.

7. Κι ο πελαργός ακόμα στον ουρανό ξέρει το χρόνο ακριβώς που πρέπει να γυρίσει. Το τρυγόνι, το χελιδόνι κι ο γερανός γνωρίζουν τον καιρό τον ορισμένο για ν’ αποδημήσουν. Ο λαός μου όμως δεν έχει ιδέα για τις εντολές που του έχω δώσει».

Δήθεν σοφοί

8. Ο Κύριος λέει: «Πώς ισχυρίζετε ότι είστε σοφοί, επειδή ξέρετε τους νόμους του Κυρίου; Αφού οι νόμοι αυτοί έχουν νοθευτεί απ’ τους ανάξιους ερμηνευτές τους!

9. Θα ντροπιαστούνε οι σοφοί, θα φοβηθούν και θα παγιδευτούνε: Αρνήθηκαν το λόγο μου· τότε η σοφία τους ποια θα είναι;

10. »Θα δώσω τις γυναίκες τους σε άλλους, και τα χωράφια τους σε ξένους, σε κατακτητές· επειδή όλοι, από τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σπουδαίο, γυρεύουν να πλουτίσουνε παράνομα. Όλοι τους, ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς, ψέματα λένε.

11. Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν αμυχές· λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει.

12. Θα έπρεπε να ντρέπονται για εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι· θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος.

Αβάσιμες ελπίδες

13. «Αν έρθω στο λαό μου σαν τρυγητής, σταφύλια δεν θα βρω ούτε σύκα», λέει ο Κύριος. «Ακόμα και τα φύλλα θά ’χουνε μαραθεί. Γι’ αυτό θα παραδώσω το λαό μου στους ξένους και θα τον καταστρέψουν».

14. Οι κάτοικοι του Ιούδα λένε: «Τι καθόμαστε; Ελάτε, μαζευτείτε να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις και να πεθάνουμε εκεί. Ο Κύριος, ο Θεός μας, μας καταδίκασε σε θάνατο· μας πότισε νερό δηλητηριασμένο, γιατί αμαρτήσαμε σ’ αυτόν.

15. Προσμέναμε πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα δεν ήρθε καλό κανένα. Προσμέναμε να γιατρευτούμε απ’ τα δεινά αλλά μας βρήκε τρόμος.

16. Ακούγεται κιόλας το χλιμίντρισμα των αλόγων του εχθρού από τη Δαν· σείεται όλη η γη απ’ το χρεμέτισμα των δυνατών αλόγων τους. Έρχονται και θα καταστρέψουν τη χώρα και τα προϊόντα της, την πόλη και τους κατοίκους της».

17. «Θα εξαποστείλω εναντίον σας φαρμακερές οχιές», λέει ο Κύριος, «που θα ’ναι αδύνατο κανείς να τις γητέψει· αυτές θα σας δαγκώσουν».

Η θλίψη του Ιερεμία

18. Ένα βάρος πιέζει την καρδιά μου και με αρρωσταίνει.

19. Ακούω απελπισμένη του λαού μου τη φωνή, σ’ όλη τη χώρα: «Δεν είναι πια ο Κύριος στη Σιών; Ο βασιλιάς της δεν είναι εκεί;» Αλλά ο Κύριος απαντά: «Γιατί μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους, με τις ξένες τις άχρηστες θεότητες;»

20. Ο λαός παραπονιέται: «Το καλοκαίρι πέρασε, τέλειωσε η συγκομιδή, κι εμείς προσμένουμε ακόμα να σωθούμε!»

21. Απ’ του λαού μου την πληγή πληγώθηκα, πένθησα, κατατρόμαξα.

22. Βάλσαμο δεν υπάρχει στη Γαλαάδ; Δεν είναι εκεί γιατρός; Γιατί, λοιπόν, ο λαός μου δε γιατρεύτηκε;

23. Μακάρι βρύση δακρύων να ’ταν τα μάτια μου, να ήταν το κεφάλι μου πηγάδι με νερό, μέρα και νύχτα για να κλαίω τους σκοτωμένους του λαού μου!