κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5
  6. 6
  7. 7
  8. 8
  9. 9
  10. 10
  11. 11
  12. 12
  13. 13
  14. 14
  15. 15

Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Β΄ Μακκαβαιων 9 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ο Κύριος τιμωρεί τον Αντίοχο τον Επιφανή

1. Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Αντίοχος είχε επιστρέψει άδοξα από τα μέρη της Περσίας:

2. Είχε μπει στην Περσέπολη και προσπάθησε να την κυριέψει και να λεηλατήσει το ναό. Τα πλήθη όμως πήραν τα όπλα και όρμησαν να υπερασπιστούν την πόλη. Έτσι ο στρατός του Αντίοχου κατατροπώθηκε κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει ντροπιασμένος.

3. Όταν είχαν φτάσει κοντά στα Εκβάτανα έμαθε τα όσα είχαν συμβεί στο Νικάνορα και στους άντρες του Τιμόθεου.

4. Κυριεύτηκε τότε από θυμό και θεώρησε πως είχε βρει την ευκαιρία να κάνει τους Ιουδαίους να πληρώσουν για τη ζημιά που του είχαν κάνει οι Πέρσες, όταν τον έτρεψαν σε φυγή. Διέταξε λοιπόν τον αρματηλάτη του να μη σταματήσει, ώσπου να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ. Έλεγε με μεγάλη υπερηφάνεια: «Θα πάω στην Ιερουσαλήμ και θα την κάνω ένα απέραντο νεκροταφείο γεμάτο Ιουδαίους».Συγχρόνως όμως τον ακολουθούσε η θεία κρίση.

5. Ο παντογνώστης Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, τον χτύπησε με μια κρυφή κι αθεράπευτη αρρώστια, γιατί αμέσως μόλις τελείωσε τα λόγια του, τον έπιασαν ισχυροί εντερικοί πόνοι, που τον συντάραζαν εσωτερικά.

6. Γι’ αυτόν που είχε βασανίσει τους άλλους με πολλές και ασυνήθιστες ταλαιπωρίες, ήταν η δίκαιη τιμωρία του.

7. Αυτός όμως παρ’ όλα αυτά δεν άφηνε την υπεροψία του. Αντίθετα, εξοργισμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά και πνέοντας μένεα εναντίον των Ιουδαίων, διέταξε να επιταχυνθεί κι άλλο η πορεία. Αποτέλεσμα ήταν να πέσει από την άμαξα, που έτρεχε με ορμή και η πτώση του ήταν τέτοια, που όλα τα μέλη του σώματός του εξαρθρώθηκαν.

8. Με την υπερβολική του υπερηφάνεια νόμιζε πως μπορούσε να διατάζει τα κύματα της θάλασσας ή να ζυγίζει στην πλάστιγγα τα ψηλά βουνά. Τώρα ήταν πεσμένος στη γη κι έπρεπε να μεταφερθεί με φορείο. Έτσι έκανε σ’ όλους φανερή τη δύναμη του Θεού.

9. Από το σώμα αυτού του ασεβή βγήκαν σκουλήκια· ενώ ακόμα ζούσε μέσα στα βάσανα και στους πόνους, οι σάρκες του έπεφταν από πάνω του, κι από τη βρώμα του σάπιου κρέατος όλος ο στρατός είχε αηδιάσει.

10. Αυτόν, που μόλις πριν από λίγο νόμιζε πως θα έπιανε τα άστρα του ουρανού, τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον μεταφέρει από την αποκρουστική βρώμα του.

Ο Αντίοχος αλλάζει γνώμη

11. Ο Αντίοχος σ’ αυτή την άθλια κατάστασή του άρχισε να ταπεινώνεται. Χτυπημένος από το Θεό και με τους πόνους του διαρκώς ν’ αυξάνουν, άρχισε να καταλαβαίνει τα πράγματα.

12. Κι όταν πια δεν μπορούσε να υποφέρει την ίδια του τη βρώμα, είπε: «Το σωστό είναι να υποτάσσονται όλοι οι θνητοί στο Θεό και να μην έχουν την εντύπωση πως είναι ίσοι μ’ αυτόν».

13. Τότε ο βδελυρός αυτός άνθρωπος έκανε μια ευχή στον Κύριο, ο οποίος βέβαια δεν επρόκειτο να τον λυπηθεί, και υποσχέθηκε ότι

14. θα ανακήρυττε ελεύθερη την άγια πόλη, την Ιερουσαλήμ, την οποία έτρεχε για να την ισοπεδώσει και να τη μεταβάλει σε νεκροταφείο.

15. Τους Ιουδαίους, που δεν τους θεωρούσε άξιους ούτε για να ταφούν και θα τους έριχνε μαζί με τα παιδιά τους στα όρνεα και στα θηρία, σ’ όλους αυτούς θα τους έδινε τώρα τα ίδια προνόμια που είχαν οι Αθηναίοι.

16. Τον άγιο ναό, που προηγουμένως τον είχε ληστέψει, θα τον στόλιζε με τα πολύτιμα αφιερώματα και θα επέστρεφε όλα τα ιερά σκεύη, πολύ περισσότερα απ’ όσα είχε πάρει, και θα πρόσφερε από το ταμείο του τα αναγκαία έξοδα για τις θυσίες.

17. Ακόμη, αυτός ο ίδιος θα γινόταν Ιουδαίος και θα επισκεπτόταν κάθε κατοικημένη περιοχή, για να διακηρύξει τη δύναμη του Θεού.

Επιστολή του Αντίοχου στους Ιουδαίους

18. Οι πόνοι του όμως δεν υποχωρούσαν, επειδή είχε έρθει πια εναντίον του η δίκαιη κρίση του Θεού. Έτσι, τελείως απελπισμένος, έγραψε στους Ιουδαίους την παρακάτω επιστολή σε μορφή παράκλησης, υπογεγραμμένη, στην οποία έλεγε τα εξής:

19. «Ο βασιλιάς και κυβερνήτης Αντίοχος,»Προς τους καλούς πολίτες Ιουδαίους,»Στέλνει πολλούς χαιρετισμούς και τους εύχεται υγεία και ευημερία.

20. »Ελπίζω να ευτυχείτε εσείς και τα παιδιά σας, και οι υποθέσεις σας να πάνε όπως επιθυμείτε. Έχω την ελπίδα μου στο Θεό του ουρανού

21. και θυμάμαι με μεγάλη μου χαρά την τιμή και την καλοσύνη που μου δείξατε. Όταν, λοιπόν, κατά την επιστροφή μου από τα μέρη της Περσίας αρρώστησα βαριά, άρχισα παρ’ όλα αυτά να φροντίζω για το κοινό καλό.

22. »Δεν απελπίζομαι, όμως, από την κατάστασή μου· τουναντίον, πολύ ελπίζω ότι θα γλιτώσω από την αρρώστια αυτή.

23. Σκέφτομαι όμως ότι κι ο πατέρας μου, όταν έκανε εκστρατεία στις επαρχίες ανατολικά του Τίγρη ποταμού, όρισε έναν διάδοχο,

24. ώστε αν συνέβαινε κάτι απρόοπτο ή αν διαδίδονταν κάποια δυσάρεστα νέα, οι κάτοικοι της χώρας να μην αναστατωθούν, αφού θα γνώριζαν σε ποιον θα ανατεθεί η διακυβέρνηση του κράτους.

25. Επιπλέον, επειδή γνωρίζω καλά πως οι γειτονικοί ηγεμόνες γύρω από το βασίλειό μου περιμένουν με ανυπομονησία κάτι να συμβεί, όρισα διάδοχο το γιο μου Αντίοχο. Τον έχω εμπιστευθεί πολλές φορές στη φροντίδα σας και τον έχω συστήσει στους περισσότερους από σας, όταν επισκεπτόμουν τις επαρχίες ανατολικά του Τίγρη. Κοινοποιώ μάλιστα και σ’ εκείνον αυτά που υπογράφω εδώ.

26. »Σας παρακαλώ, λοιπόν, και απαιτώ καθένας από σας να θυμάστε πάντα τις ευεργεσίες μου προς εσάς, είτε ως εις έθνος είτε ως εις άτομα και να είστε πιστοί στο γιο μου, όπως ήσασταν και σ’ εμένα.

27. Είμαι βέβαιος ότι ο γιος μου θα ακολουθήσει τη δική μου τακτική και θα σας συμπεριφερθεί με επιείκεια και φιλικά αισθήματα».

28. Έτσι λοιπόν, αυτός ο δολοφόνος και βλάσφημος υπέφερε τα ίδια βάσανα που είχε προξενήσει και στους άλλους, και πέθανε με ντροπιαστικό θάνατο στα βουνά ξένης χώρας.

29. Ένας στενός του φίλος, ο Φίλιππος, πήρε τη σορό σπίτι του. Επειδή όμως φοβήθηκε το γιο του Αντίοχου, έφυγε και πήγε στον Πτολεμαίο το Φιλομήτορα, βασιλιά της Αιγύπτου.