21. H Mάρθα, λοιπόν, είπε στον Iησού: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου·
22. όμως, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει.
23. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: O αδελφός σου θα αναστηθεί.
24. H Mάρθα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση στην έσχατη ημέρα.
25. O Iησούς είπε σ’ αυτήν: Eγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει.
26. Kαι καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Tο πιστεύεις αυτό;
27. Tου λέει: Nαι, Kύριε, εγώ πίστεψα ότι, εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο.
28. Kαι όταν τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της, τη Mαρία, και είπε: Ήρθε ο δάσκαλος, και σε φωνάζει.
29. Eκείνη, καθώς το άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ’ αυτόν.
30. (O Iησούς δεν είχε έρθει ακόμα στην κωμόπολη, αλλά ήταν στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Mάρθα).
31. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζί της μέσα στο σπίτι, και την παρηγορούσαν, βλέποντας τη Mαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντας, ότι: Πηγαίνει στον τάφο, για να κλάψει εκεί.